- μετεκίνησε
- μετεκί̱νησε , μετακινέωshiftaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακινώ — (ΑM μετακινῶ, έω, Μ και μετακουνώ) 1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφέρω αλλού 2. μέσ. μετακινούμαι, έομαι μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο μσν. 1. απωθώ, αποκρούω 2. ξεκινώ με κατεύθυνση προς κάποιο μέρος … Dictionary of Greek